-
1 навзничь
-
2 падать
пада||тьнесов1. πέφτω, (κατα)πίπτω / καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι (о постройке):\падать на́взничь πέφτω ἀνάσκελα·2. перен πέφτω, 'στρέφομαι:ответственность \падатьет на тебя ἐσύ ἐχεις τήν εὐ-θύνη· подозрение \падатьет на него οἱ ὑπο ψίες στρέφονται σ'αύτόν3. (приходиться) πέφτω:все расходы \падатьют на меня ὀλα τά ἐξοδα πέφτουν σέ μένα· жребий \падатьет на него́ ὁ κλήρος πέφτει σ'αύτόν праздник \падатьет на пятницу ἡ γιορτή πέφτει Παρασκευή·4. (выпадать) πέφτω:волосы \падатьют πέφτουν τά μαλλιά·5. (понижаться) πέφτω:температура \падатьет ἡ θερμοκρασία πέφτει· цены \падатьют οἱ τιμές πέφτουν6. (о скоте) ψοφῶ· ◊\падатьду́хом χάνω τό ήθικό μου· \падать в обморок λιποθυμώ. -
3 спина
спин||аж τά νώτα, ἡ ράχη [-ις], ἡ πλάτη:стоять \спинао́й στέκομαι μέ (γυρισμένη) τήν πλάτη· поверну́ться \спинао́й к кому́-л. прям., перен στρέφω τά νώτα σέ κάποιον, γυρίζω τίς πλάτες μου σέ κάποιον· делать что́-л. за \спинао́й у кого́-л. перен κάνω κάτι κρυφά ἀπό κάποιον плыть на \спинае́ κολυμβώ ἀνάσκελα (или ὑπτίως)· лежать на \спинае εἶμαι ξαπλωμένος ἀνάσκελα· упасть на́ спину πέφτω ἀνάσκελα· гнуть спи́ну перед кем-л. перен σκύβω τή ράχη, κύπτω τόν αὐχένα. -
4 навзничь
навзничьнареч ἀνάσκελα, ὑπτίως:упасть \навзничь πέφτω ἀνάσκελα. -
5 плашмя
плашмянареч:упасть \плашмя πέφτω ἀνάσκελα (на спину), πέφτω μπρούμητα (на грудь)· ударить саблей \плашмя κτυπώ μέ τό πλατύ τοῦ σπαθιοῦ.
См. также в других словарях:
ανασκελώνω — ἀνασκελώνω (Μ) [ανάσκελα] 1. ρίχνω κάτω ανάσκελα 2. (μέσ., ώνομαι) πέφτω ανάσκελα, ανοίγω τα σκέλη … Dictionary of Greek
αναπέφτω — 1. ανακλίνομαι για ανάπαυση, ξαπλώνω 2. πέφτω ανάσκελα … Dictionary of Greek
αναπέφτω — ανάπεσα και ανέπεσα, πεσμένος, πέφτω ανάσκελα: Τον βρήκαν αναπεσμένο και σε κακό χάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)